- κτίστης
- ο1) строитель; каменщик; 2) создатель, творец, бог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτίστης — founder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek
κτιστῆς — κτιστός wrought fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσται — κτίστης founder masc nom/voc pl κτίστᾱͅ , κτίστης founder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιστῶν — κτίστης founder masc gen pl κτιστός wrought fem gen pl κτιστός wrought masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίσταις — κτίστης founder masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστη — κτίστης founder masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστην — κτίστης founder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστου — κτίστης founder masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστῃ — κτίστης founder masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίστῃσιν — κτίστης founder masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)